αρμάτωμα

αρμάτωμα
το вооружение; снаряжение; оснащение (корабля)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αρμάτωμα" в других словарях:

  • αρμάτωμα — το (Μ ἀρμάτωμα) [αρματώνω] ο εξοπλισμός μσν. πολεμικός στόλος …   Dictionary of Greek

  • καθόπλισις — καθόπλισις, ἡ (Α) [καθοπλίζω] τέλεια εξόπλιση, αρμάτωμα («τελείαν ἔχουσι τὴν καθόπλισιν», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • αρματώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. εφοδιάζω κάποιον ή κάτι με όλα τα απαραίτητα: Αρμάτωσαν το καράβι με τα όλα του κι άρχισαν τα ταξίδια. 2. στολίζω: Ντύσου, αρματώσου, λυγερή, και βάλε τα καλά σου (δημ. τραγ.). Ουσ. αρμάτωμα, το ατος, εξόπλιση, εφοδιασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξοπλισμός — ο 1. ο εφοδιασμός κράτους με όπλα και άλλα πολεμικά είδη απαραίτητα για τη διεξαγωγή πολέμου, η προετοιμασία για πόλεμο. 2. ο εφοδιασμός πολεμικού πλοίου με όλα τα αναγκαία για θαλασσοπλοΐα και για πόλεμο, η αρματωσιά, αρμάτωμα. 3. ο εφοδιασμός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»